Χείμαρροι ιδρώτα
Χείμαρροι ιδρώτα κατακλύζουν τα 10cm2 του μετώπου μου. Σε μια κίνηση απελπισίας κάνω να σκουπιστώ με ένα μωρομάντυλο, αλλά που τέτοια τύχη. Το δύσμοιρο κωλόχαρτο αυταναφλέγεται! Τα ζουμιά κατρακυλάνε μέχρι τα καλοσχηματισμένα, σχεδόν καψαλισμένα, φρύδια μου και εγώ νιώθω ότι έχω χώσει τη μούρη μου στην εξάτμιση τελευταίων προδιαγραφών ενός SUV. Σε κάθε ανάσα ακούω τα πνευμόνια μου, που είναι εσώκλειστα δια παντός κάτω από στρώματα επί στρωμάτων λίπους, να σιγοβράζουν σε θερμοκρασίες τήξης του χυτοσίδηρου. Σε κάθε βήμα που κάνω οι σόλες μου λιώνουν αφήνοντας υγροποιημένη πλαστικούρα στο οδόστρωμα της Καλλιπόλεως. Έχω αφήσει και άλλα σημάδια ανά τους καιρούς σε αυτή την οδό όπου αρκετοί φοιτητές της Λευκωσίας μίσησαν. Αυτό πιθανόν να ήταν και το βασανιστηκότερο.
Το αγγελουδάκι στο δεξιό μου ώμο με παροτρύνει να συνεχίσω αυτό το μικρό περίπατο στη Κόλαση που βιώνουν οι ορθάνοιχτη πόροι μου. “Δεν κάνει ζέστη”, με διορθώνει, “είναι απλά η ιδέα σου!”. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων παίρνω κουράγιο και με σταθερά βήματα πάνω στη πολτοποιημένη άσφαλτο κατευθύνομαι προς τη Σχολή. Το πείσμα μου φουντώνει. “Θα τα καταφέρεις, you are bigger than this”, εικόνες με κατακλύζουν, σχεδόν νιώθω την αύρα της θάλασσας στο υπότριχο στέρνο μου και παγάκια που με ερεθιστικό ρυθμό λιώνουν αργά πάνω στο αριστερό μου κωλομέρι. Μπρρρρ!
Όμως το όνειρο δεν θα κρατήσει για πολύ. Η σιχαμένη, απόκοσμη φωνή του διαβολάκου στον αντίκρυ ώμο με προστάζει να αγκαλιάσω ένα κλιματιστικό συναυλιακών προδιαγραφών που μουγκρίζει από αγανάκτηση. Θέλει και αυτό να εξοντώσει τη πυρά. “Να το! Το βλέπεις καημένε; Σε καλεί να το ερωτευθείς. Ξέχνα το μάθημα. Μπες μέσα και παράγγειλε έναν φραπέ με παγάκια ίσα με το μπόι σου”. Και πιστέψτε με, έχω μεγάλο μπόι. Ξάφνου, συνειδητοποιώ ότι η κατάσταση τελικά είναι κατά πολλή χειρότερη από όσο μπορούσε το υπό βρασμών μυαλό μου να αντιληφθεί.
Απαίσια και τρομακτικά ντιζελοκίνητα μηχανήματα περνάνε από δίπλα μου, ξυστά. Οι αποβλακωμένοι οδηγοί τους, ταμπουρωμένοι καλά ως άλλοι πολιορκημένοι μέσα στο μικρό επίγειο αυτοκινούμενο παράδεισο τους, με παρατηρούν έστω και για λίγο καθώς με προσπερνούν τα αγρίμια που διαθέτουν. Αλλά τι είναι αυτό στα μάτια τους; Μάλλον απορία. Θα αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα πόδια τους. Είναι εφικτό κάποιος να περπατήσει; Αυτές θαρρώ πως θα είναι οι απορίες τους αν και θα στοιχημάτιζα και σε ένα μικρό ποσοστό οίκτου που πιθανόν να νιώθουν προς το λουσμένο πρόσωπο μου. Δεν είναι κακοί άνθρωποι, μου υπενθυμίζω. Τους ξέρω όλους αυτούς πίσω από τα ολοστρόγγυλα τιμόνια τους που με θράσος ή και άγνοια προσπερνούν τον καψαλισμένο προσωπικό Γολγοθά μου.
Είναι ο ευκατάστατος γιατρός μου, ο γεροποτήρις περιπτεράς που καλαμαρίζει όποτε με βλέπει, ο καθηγητής μου που ανέχεται της μικρές επαναστάσεις μου (να λέω δηλαδή την γνώμη μου), ο καλοκάγαθος αλλά και μυστηριώδεις κύριος που δουλειά του είναι να κάθετε στη ίδια γωνιά κάθε βράδυ τα τελευταία 7 χρόνια (αλήθεια, σε τι χρησιμεύει;), ο σατράπης καφετζής που στο πρόσωπο του βλέπω τον βελζεβούλη, η γλυκιά κυρία που δουλεύει στο φούρνο και ίσως να ξέρει πιο πολλά για μένα από ότι η ίδια η μάνα μου και φυσικά ο συντοπίτης μου που αποφάσισε να καταταγεί στους οξαποδώ αφού όμως πρώτα τους είχε διαολοστείλει επανειλημμένα τα προηγούμενα χρόνια για την εμμονή τους με το αυτοκίνητο.
Και να μαι εδώ, μπροστά σας, αγαπητοί μου φίλοι με ήσυχο το κεφάλι να δηλώσω την μισητή ύπαρξη σας. Που υπογράφω; Καθώς μπαίνω στη καφετέρια συγκρατώ τις εμετικές διαθέσεις που μου προκάλεσε η αηδιασμένη σκέψη σας. Η κατάσταση θα ήταν χειρότερη αν δεν επενέβαινε το μοναδικό ίσως κατασκεύασμα που θέλησα ποτέ να με συνοδεύσει στο τάφο. Δύο γράμματα και μια πλαγιοκάθετος. A/C.